- ἐδάφιον
- ἐδᾰφ-ιον, τό, Dim. ofA
ἔδαφος 4
, Alex. Aphr.in Metaph.738.17;τῶν κατηγοριῶν τὰ ἐ. Dexipp.in Cat.5.14
, cf. Eust.1532.63, Tz.H.4.202, Sch.Pi.O.5.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔδαφος 4
, Alex. Aphr.in Metaph.738.17;τῶν κατηγοριῶν τὰ ἐ. Dexipp.in Cat.5.14
, cf. Eust.1532.63, Tz.H.4.202, Sch.Pi.O.5.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐδάφιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐδαφίοις — ἐδάφιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐδαφίου — ἐδάφιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐδαφίῳ — ἐδάφιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐδάφια — ἐδάφιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εδάφιο — το (AM ἐδάφιον) χωρίο, σύντομο απόσπασμα ενός κειμένου («οὕτω δὲ τὸ ἐδάφιόν ἐστιν ἐγγεγραμμένον») νεοελλ. (για νόμους, καταστατικά, κανονισμούς κ.λπ. συνταγμένους με αύξοντα αριθμό και διαιρεμένους σε παραγράφους) η υποδιαίρεση παραγράφου («το… … Dictionary of Greek
ἐδαφίων — ἔδαφος bottom neut gen pl (doric) ἐδάφιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)